- αρισταρχεω
- ἀρισταρχέωἀριστ-αρχέωотлично управлять
(δεῖ τοὺς δυναμένους ἀ. τούτους ἄρχειν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(δεῖ τοὺς δυναμένους ἀ. τούτους ἄρχειν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀρισταρχήσεται — ἀρισταρχέω rule in the best way aor subj mid 3rd sg (epic) ἀρισταρχέω rule in the best way fut ind mid 3rd sg ἀ̱ρισταρχήσεται , ἀρισταρχέω rule in the best way futperf ind mp 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)